Μπορεί το καλοκαίρι να βρίσκεται προ των πυλών, όμως ένα οκτάχρονο αγόρι που νοιώθει κορίτσι, προσπαθεί να κατανοήσει τις σεισμικές αλλαγές που συντελούνται στον εύθραυστο εσωτερικό του κόσμο. Η μητέρα του στέκει ενθαρρυντικά στο πλευρό του, ο περίγυρος του όμως αντιμετωπίζει την όλη συμπεριφορά του ως ένα παιδικό καπρίτσιο.
Βιώνοντας σύγχυση σε σχέση με το πώς το αντιμετωπίζουν οι άλλοι, το παιδί, με γενναιότητα, θα προσπαθήσει να βρει τον εαυτό του και να τον συστήσει από την αρχή στους άλλους.
Ταυτόχρονα, καθώς εξερευνά την ταυτότητα και το φύλο του, οι γυναίκες της οικογένειάς του στοχάζονται πάνω στη δική τους θηλυκότητα, τις δικές τους επιθυμίες και τις δικές τους ματαιώσεις...
Τα καλοκαίρια, για τα παιδιά, έχουν από μόνα τους την απελευθερωτική αίσθηση ενός νέου ξεκινήματος, όμως, ακόμα κι έτσι, η αποδοχή του φύλου της, δεν θα είναι εύκολη υπόθεση για τη μικρή ηρωϊδα... Ούτε για τους άλλους, ούτε για τον εαυτό της. Την εποχή του «ξεγυμνώματος» και των μαγιώ, όπου το σώμα εκτίθεται, η πραγματικότητα είναι ακόμα πιο δύσκολο να καμουφλαριστεί. Και σε ένα χωριό όλοι σε ξέρουν και σε φωνάζουν με το όνομά σου –τι γίνεται όμως όταν το όνομα αυτό πλέον δεν σε αντιπροσωπεύει;
Η κάμερα της Σολαγουρέν καταγράφει με διεισδυτικότητα και την παραμικρή λεπτομέρεια των εκφράσεων της μικρής της ηρωίδας, όταν ας πούμε το προσωπό της σκοτεινιάζει στην επιμονή της γιαγιάς να την αντιμετωπίζει ως τον αγαπημένο της εγγονό. Αλλά και όταν φωτίζεται τις στιγμές που η μελισσοκόμος ηλικιωμένη θεία της, την ακούει, χωρίς να την κρίνει ή να την διορθώνει καθώς μιλά για τον εαυτό της ως κορίτσι.
Η σκηνοθέτρια εμπνεύστηκε την ταινία όταν διάβασε για την αυτοκτονία ενός 16χρονου τρανς στην πατρίδα της, τη Χώρα των Βάσκων. Ωστόσο, στην ταινία της επέλεξε να εστιάσει σε μια ελπιδοφόρα συνθήκη. «Ήθελα να διηγηθώ μια φωτεινή ιστορία, όχι μία ιστορία όπου ένα παιδί υποφέρει, πεθαίνει ή είναι βάρος για τους δικούς του». Κι αυτό που αντιλήφθηκε γρήγορα, μιλώντας με τις οικογένειες τρανς παιδιών, ήταν πως «στην πορεία δεν αλλάζουν τα ίδια τα παιδιά, αλλά οι δικοί τους. Η ματιά των άλλων αλλάζει».
Γυρισμένο με φρεσκάδα, γλυκύτητα και μια ευπρόσδεκτη και αριστοτεχνική ελαφράδα στον τρόπο που χειρίζεται ένα τόσο σοβαρό και άκρως επίκαιρο θέμα, η γυρισμένη στη Χώρα των Βάσκων ταινία δεν «βαραίνει» τον θεατή και εντυπώνεται στο νου του για πολύ καιρό μετά τους τίτλους τέλους, χάρη (και) στην καταπληκτική ερμηνεία της μικρής Σοφία Οτέρο.
Αυτό το γεμάτο τρυφερότητα ντεμπούτο, που αγαπήθηκε από κοινό και κριτικούς και διακρίθηκε σε πολυάριθμα φεστιβάλ του κόσμου θυμίζοντας το σινεμά των αδερφών Νταρντέν και του Κεν Λόουτς, είναι μια ιστορία ενηλικίωσης για το δικαίωμα καθενός ανθρώπου να ορίζει την ταυτότητά του και να αγαπιέται γι' αυτό που πραγματικά είναι.