Ευτυχισμένος και επιτυχημένος, ο Ελιάς γίνεται ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής ενός διάσημου γαλλικού οίκου υψηλής ραπτικής. Όταν μαθαίνει ότι ο πατέρας του, τον οποίο έχει να δει πολλά χρόνια, μόλις πέθανε από καρδιακή προσβολή, αφήνει για λίγο τον λαμπερό κόσμο της μόδας και ταξιδεύει στο Κεμπέκ για να τακτοποιήσει τα κληρονομικά του. Εκεί όμως, ο νεαρός σχεδιαστής ανακαλύπτει ότι έχει κληρονομήσει πολλά χειρότερα από την εύθραυστη καρδιά του πατέρα του…
Αποξενωμένος από τον γονιό του, ο Ελιάς, επιστρέφει σε ένα άγνωστο σε αυτόν σπίτι, «ψηλαφώντας» αμήχανα τα ίχνη της καθημερινότητας ενός ανθρώπου για τον οποίο δεν γνωρίζει πια σχεδόν τίποτε. Ο Λεγκράν «υφαίνει» με μαεστρία, μέσα από μικρές λεπτομέρειες, και κυρίως μέσα από το βλέμμα του εκφραστικού πρωταγωνιστή του, τις λεπτές συναισθηματικές αποχρώσεις μίας σύνθετης σχέσης με επεισοδιακό παρελθόν, αλλά χωρίς κανένα πια μέλλον. Έχοντας να αντιμετωπίσει τα άλυτα ζητήματα που τον έδιωξαν από το σπίτι, ο ήρωας καταφέρνει μετά βίας να τακτοποιήσει τις πρακτικές λεπτομέρειες της κηδείας του πατέρα του, μέχρι που ένα εφιαλτικό γεγονός ανατρέπει τα πάντα…
Από το σημείο αυτό η δράση καλπάζει οδηγώντας με φρενήρεις ρυθμούς σε μία αδιανόητη κορύφωση που εντυπώνεται στο νου. Ένα ηχηρό σχόλιο για το βάρος της γονεϊκής «κληρονομιάς», τον φαύλο κύκλο της βίας, την ανθρώπινη αδυναμία και την πατριαρχία.
Σε μια εποχή που συνήθως μιλάμε για την βία εναντίον των γυναικών και των παιδιών, στον Διάδοχο ο Ξαβιέ Λεγκράν εστιάζει, όπως ο ίδιος λέει, στην ανδρική βία. «Οι άντρες μπορούν να γίνουν οι χειρότεροι εχθροί και του εαυτού τους», μας θυμίζει. «Κι ας είναι λιγότερο ορατό αυτό σήμερα, και πιο δύσκολο να το παραδεχτούμε. Όμως η πατριαρχία συνθλίβει και τους άντρες: τους γιούς και τους αδερφούς…»
Με ευδιάκριτες αναφορές σε εμβληματικές μορφές της μυθολογίας και της αρχαίας τραγωδίας, ο Ξαβιέ Λεγκράν εμπνεύστηκε τον Ελιάς από διάσημους γιους που διαμόρφωσαν το συλλογικό μας ασυνείδητο: τον Οιδίποδα, τον Ορέστη, τον Ίκαρο αλλά και τον Άμλετ…
Ένα προκλητικό ψυχολογικό θρίλερ, με χιτσκοκικές επιρροές, που καθηλώνει τον θεατή.
Από τα άχαστα του καλοκαιριού.