Σε μια πολυτελή παραθαλάσσια βίλα, μια άπορη νεαρή γυναίκα, επιδιώκει να επανασυνδεθεί με τον πατέρα της και βρίσκει μια παράξενη οικογένεια: έναν άγνωστο και πολύ πλούσιο γονιό, την ιδιόρρυθμη σύζυγό του, τη φιλόδοξη επιχειρηματία κόρη του, μια επαναστατημένη έφηβη και μια απειλητική υπηρέτρια. Κάποιος λέει ψέματα. Γιατί; Το μυστήριο καλύπτει τα πάντα και το κακό εξαπλώνεται…
Στην ταινία του Σεμπαστιάν Μαρνιέ, τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται. Τα φαινόμενα απατούν και ο θεσμός της οικογένειας αποδομείται: «Η οικογένεια είναι ο, τι χειρότερο στον κόσμο. Σαν δηλητήριο στο αίμα», λέει η Ζαν, η έφηβη της ταινίας, ενώ ο πλούσιος πάτερ φαμίλιας φοβάται πως πάνε να του φάνε την περιουσία και αναζητά έναν σύμμαχο στο πρόσωπο της άγνωστης κόρης του.
Οι γυναίκες της ταινίας είναι εχθρικές απέναντι στην παρείσακτη ηρωίδα και δίνουν την εντύπωση αρπακτικών, ενώ ο πατέρας της εμφανίζεται στοργικός και της ανοίγεται. Ποια είναι όμως η πραγματική Ρίζα του Κακού σε αυτήν την οικογένεια;
Στην ταινία του Σεμπαστιάν Μαρνιέ κανείς δεν είναι αθώος και κανείς δεν είναι αυτό που νομίζει ο θεατής στην αρχή.
Ανατροπές που εκπλήσσουν, μια τοξική οικογένεια που τρομάζει, χαρακτήρες (και ερωτικές σχέσεις) που αιφνιδιάζουν, μυστικά και ψέματα που αποκαλύπτονται μέχρι το τελευταίο λεπτό, θα συνεπάρουν τον θεατή σε ένα καταιγιστικό γαλλικό θρίλερ χαρακτήρων που ταυτόχρονα αποτελεί ένα κινηματογραφικό σχόλιο στην κακοποίηση, την πατριαρχία και την παράνοια.
Θα βρει η Στεφάν τη θέση που επιθυμεί σε αυτήν τη νοσηρή οικογένεια όπου κυριαρχούν οι υποψίες και τα ψέματα; Η απάντηση στα θερινά.
«Η Ζαν έχει πάρει τις αποστάσεις της από την τοξικότητα της οικογένειας αυτής -είναι σαν να έχει με έναν τρόπο ήδη φύγει», εξηγεί ο Σεμπαστιάν Μαρνιέ. «Κι εγώ ως παιδί, έπιανα τον εαυτό μου να παρακολουθώ την οικογένειά μου ως παρατηρητής», εξομολογείται. «Κάτι που με βοήθησε και ως συγγραφέα. Η Ζαν είναι το άλτερ έγκο μου σε αυτήν την ταινία. Όλους τους χαρακτήρες άλλωστε τους εμπνεύστηκα από αληθινά πρόσωπα, κι όλοι έχουν τον ρόλο τους σε αυτήν την οικογένεια».
Πρόκειται για μια εντυπωσιακή βεντάλια γυναικείων χαρακτήρων, όπου ο πάτερ φαμίλιας είναι ο μοναδικός άντρας. «Είναι όλοι τους τερατώδεις προσωπικότητες, αλλά έχουν και την αλήθειά τους με έναν τρόπο. Η ταινία μιλά για το τέλος της πατριαρχίας…».
Η Λορ Καλαμί εισβάλλει ως outsider στην οικογένεια αυτή και είναι «ένας σκοτεινός χαρακτήρας. Είναι μια μικροαστή εργαζόμενη που ξαφνικά συνειδητοποιεί πως ένα μπουκάλι κρασί του πατέρα της ισοδυναμεί με τον μηνιαίο μισθό της».
Η κιτς υπερπολυτελής βίλα των 4.500 τμ, με τη ροζ μαρμάρινη σκάλα της, έρχεται να προστεθεί ως ένας ακόμα χαρακτήρας στην ταινία. «Μου φάνηκε παράξενη και τρομακτική όταν την επισκέφθηκα για δεύτερη φορά. Έγραψα το σενάριο πάνω της, και στο μυαλό μου έμοιαζε με μαυσωλείο. Φέραμε 3.000 αντικείμενα στον χώρο, και πολλά ταριχευμένα ζώα ».
Ο Σεμπαστιάν Μαρνιέ εμπνεύστηκε τη γνωριμία της Καλαμί με τον άγνωστο πατέρα της, από την πραγματική ιστορία της δικής του μητέρας. «Μια μέρα, στα 60 της, η μητέρα μου βρήκε τον πατέρα της. Ήταν τραπεζίτης, δεξιός, σε αντίθεση με εκείνη που είχε μεγαλώσει σε αριστερή οικογένεια. Κι όμως η μητέρα μου τον λάτρεψε τη στιγμή που τον είδε. Όλο αυτό με συγκλόνισε. Η γνωριμία τους ξεκίνησε με ένα τηλεφώνημα, όπως αυτό της ταινίας. Βέβαια οι ομοιότητες των δύο ιστοριών σταματούν κάπου εκεί…».
Αν και η ταινία μιλά στον πυρήνα της για την οικογένεια, υπάρχει ένας διάχυτος ερωτισμός. «Προφανώς αυτό είναι ταμπού σε μια οικογένεια, αλλά στην Ρίζα του Κακού όλοι θα μπορούσαν να κοιμηθούν με όλους –πώς μπορείς να ελέγξεις την επιθυμία; Μου αρέσει να κινηματογραφώ τα σώματά των ηθοποιών. Με ενδιαφέρει πολύ η γλώσσα του σώματος, η μεταμόρφωση, η μεταμφίεσή του».
*Επίσημη επιλογή, 79o Φεστιβάλ Βενετίας 2022
*Επίσημη επιλογή, Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Ελλάδας, 2023