Η NEW STAR ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ
ΤΟΥ ΕΡΜΑΝΟ ΟΛΜΙ
«ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΜΕΝΟΙ» IL POSTO
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΜΕ ΤΑ ΤΣΟΚΑΡΑ
ΒΡΑΒΕΙΟ OCIC ΣΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΝΩΝ, 1963
Μετά το «Il Posto», ο Όλμι καταγράφει ξανά, με ρεαλισμό και τρυφερότητα, την Ιταλία της δεκαετίας του ‘60
Μια μετάθεση φέρνει έναν εργάτη από το βορρά στη Σικελία που εκβιομηχανίζεται
Ένας βαλτωμένος αρραβώνας αναθερμαίνεται μέσα από την απουσία
Μια τρυφερή ιστορία αγάπης με φόντο μια σκληρή καθημερινότητα, ένα τοπίο ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον
ΣΥΝΟΨΗ
Ένας εργάτης από το Μιλάνο παίρνει μετάθεση, για ενάμιση χρόνο, σε ένα εργοστάσιο στη Σικελία, αφήνοντας πίσω την αρραβωνιαστικιά του, με την οποία η σχέση τους είναι ήδη τεταμένη. Αυτός ο χωρισμός, όμως, που θα μπορούσε να είναι καταστροφικός, αποδεικνύεται ότι φέρνει αναπάντεχες εξελίξεις.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ
Ο Τζοβάνι ζει στο Μιλάνο, όπου εργάζεται σε ένα εργοστάσιο ως οξυγονοκολλητής. Η εταιρεία του, του προσφέρει καλύτερο μισθό και προαγωγή εαν πάει για δεκαοχτώ μήνες να δουλέψει σε ένα καινούργιο εργοστάσιο στη Σικελία. Ο Τζοβάνι δέχεται, όμως αυτή του η απόφαση δεν βρίσκει σύμφωνη την αρραβωνιαστικιά του, τη Λιλιάνα. Η σχέση τους έχει ήδη προβλήματα, σχεδόν δε μιλούν μεταξύ τους, και το μέλλον προβλέπεται αβέβαιο. Στο Μιλάνο κάνουν καμιά φορά βόλτα με τη μοτοσυκλέτα του Τζοβάνι, αλλά συνήθως συναντιούνται σε μία αίθουσα χορού, όπου ο Τζοβάνι χορεύει και με άλλες γυναίκες, κάτω από το πικραμένο βλέμμα της αρραβωνιαστικιάς του. Φτάνοντας στη Σικελία, ο Τζοβάνι προσπαθεί να προσαρμοστεί στο καινούργιο, και πολύ διαφορετικό από αυτό που ήξερε, περιβάλλον. Στην αρχή ζει σε ένα ξενοδοχείο και τον παρακολουθούμε να πηγαίνει στη δουλειά του, να περπατάει στην πόλη, μόνος και σιωπηλός. Βρίσκει ένα δωμάτιο να μείνει, μετέχει σε διάφορες τοπικές εκδηλώσεις, αρχίζει να μιλάει λίγο με τους ανθρώπους και, σιγά-σιγά, αρχίζει να σκέφτεται και τη σχέση του με τη Λιλιάνα. Συνειδητοποιεί ότι την έχει πικράνει με τις παροδικές απιστίες του. Μια δειλή, στην αρχή, αλληλογραφία αρχίζει μεταξύ τους. Μια κάρτα, λίγα λόγια και, σταδιακά, όλο και περισσότερα και πιο συχνά γράμματα. Φαίνεται σαν όσα δεν μπορούσαν να πουν όταν ήταν μαζί, βρίσκουν τώρα τον τρόπο να τα εκφράσουν μέσα από τις γραπτές λέξεις. Η αγάπη τους ζωντανεύει και το μέλλον δεν είναι πια αβέβαιο. Τώρα μπορούν να χαμογελούν και να ελπίζουν.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ
Στη σκηνοθετική πορεία του Όλμι, οι «Αρραβωνιασμένοι» συνδέονται συνήθως με την προηγούμενη ταινία του, τη «Θέση» («Il Posto»). Και όχι τυχαία. Διαφορετικές στην πλοκή, και οι δύο ταινίες αγγίζουν το λεγόμενο «οικονομικό θαύμα» της δεκαετίας του ’60 στην Ιταλία, έχουν έντονα νεορεαλιστικά στοιχεία και, φυσικά, μία σχεδόν κοινή σκηνή. Η «Θέση» κλείνει με μια παραμονή Πρωτοχρονιάς σε μια αίθουσα χορού, οι «Αρραβωνιασμένοι» ανοίγουν με μια αίθουσα χορού, στην οποία πηγαίνουν άνθρωποι, μεταξύ αυτών και οι δύο αρραβωνιασμένοι, να περάσουν μερικές ώρες. Και στις δύο ταινίες οι σκηνές μοιάζουν πολύ στην προσέγγιση και το χτίσιμό τους, με αίθουσες σχεδόν άδειες στην αρχή, ενώ κάθε μικρή λεπτομέρεια παρουσιάζεται έτσι ώστε να αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα.
Οι «Αρραβωνιασμένοι» είναι η πρώτη ταινία που ο Όλμι απομακρύνεται αισθητά από το παρελθόν του ως κινηματογραφιστής ντοκιμαντέρ και αποκτά μια πιο τρυφερή, ποιητική διάθεση. Παρόλα αυτά, τα τοπία στα οποία πλανάται ο Τζοβάνι είναι βασικό κομμάτι της ταινίας, με εκπληκτικές εικόνες της αγροτικής Σικελίας (η θάλασσα, οι αγροί, οι λόφοι από αλάτι στις αλυκές), αλλά και της βιομηχανικής που αναπτύσσεται (οι νυχτερινές εικόνες της δουλειάς στο εργοστάσιο, με τους σπινθήρες της οξυγονοκόλλησης να ξεπηδούν σαν πυροτεχνήματα). Η σκηνή της γιορτής με τις μάσκες είναι, επίσης, πραγματική, γυρισμένη στο Πατερνό της Σικελίας, που παλιότερα ήταν φημισμένο για το καρναβάλι του.
Ο Όλμι επιμένει, επίσης, στη χρήση ηθοποιών που δεν είναι εντελώς επαγγελματίες κι αυτό δίνει στην ταινία μια αίσθηση «αληθοφάνειας». Κανένας από τους δύο πρωταγωνιστές δεν έκανε καριέρα στο σινεμά. Ο Κάρλο Καμπρίνι (Τζοβάνι), έχει εμφανιστεί σε δύο ακόμη ταινίες («Il terrorista», 1963 και «Garofano Rosso», 1976), ενώ η Άννα Κάντζι (Λιλιάνα) έκανε μία μόνο εμφάνιση ακόμη, το 1979, στην ταινία «Sbirro, la tua legge è lenta... la mia no!».
Παράλληλα με την πολιτική διάσταση της ταινίας, που αναδύεται μέσα από τις ιστορίες των πρωταγωνιστών, αλλά και τους – λιγοστούς – διαλόγων των προσώπων που περνούν από τις σκηνές (στην ταινία δεν υπάρχουν, στην ουσία, δευτερεύοντες χαρακτήρες), τη φτώχεια, την ανασφάλεια, την ανεργία που αναγκάζει τους εργάτες να μεταναστεύουν για να βρουν δουλειά, ενυπάρχει και η χριστιανική προσέγγιση του Όλμι, η αγάπη του ανθρώπου προς τον άνθρωπο, η αναζήτηση βαθύτερων ηθικών και πνευματικών αξιών. Εξάλλου, το βραβείο OCIC (Organisation Catholique Internationale du Cinema), με το οποίο τιμήθηκε η ταινία στο Φεστιβάλ Καννών, είναι βραβείο της Παγκόσμιας Καθολικής Ένωσης για την Επικοινωνία, οργανισμού αναγνωρισμένου από το Βατικανό, που απονέμεται σε επαγγελματίες των μέσων μαζικής επικοινωνίας που προωθούν με το έργο τους θέματα ανθρώπινης κατανόησης και επικοινωνίας από κάθε χώρα και πολιτισμό.
Πηγές:
http://seul-le-cinema.blogspot.gr/2008/12/films-i-love-11-i-fidanzati-ermanno.html
https://en.wikipedia.org/wiki/SIGNIS
ΕΡΜΑΝΟ ΟΛΜΙ
Γεννήθηκε στο Μπέργκαμο, στις 24 Ιουλίου. Γιος χωρικών, έζησε στερημένα παιδικά χρόνια. Σπούδασε σε δραματική σχολή στο Μιλάνο, αλλά στη συνέχεια εργάστηκε στη μεγάλη ηλεκτρική εταιρεία Edisonvolta, όπου για μία σχεδόν δεκαετία, (1052-61), σκηνοθέτησε περισσότερες από 40 ταινίες μικρού μήκους, με χαρακτήρα ντοκιμαντέρ. Η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, με τίτλο «Ο χρόνος σταμάτησε» (Il tempo si e fermato, 1959), σημείωσε μεγάλη επιτυχία και ακολούθησαν τα φιλμ «Η θέση» (Il posto, 1961), που περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία από την υπαλληλική του καριέρα στην ηλεκτρική εταιρεία, και «Οι αρραβωνιασμένοι» (I fidanzati, 1963). Ακολούθησε μια καθαρά εμπορική ταινία, «Και ήρθε ένας άνθρωπος» (E venne un uomo, 1964), με θέμα τον πάπα Ιωάννη ΚΓ’ και με τον Ροντ Στάιγκερ στον ρόλο του Πάπα και στη συνέχεια οι ταινίες «Κάποια μέρα» (Un certo giorno, 1968), «Στη διάρκεια του καλοκαιριού» (Durante l’estate, 1971) και «Η περίσταση» (La circostanza, 1974). Το 1978 σκηνοθέτησε την πιο γνωστή ταινία του, «Το δέντρο με τα τσόκαρα» (L’albero degli zoccoli), που και αυτή περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία από τα παιδικά του χρόνια στο Μπέργκαμο και απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Κανών. Τη δεκαετία του 1980 άρχισε να εργάζεται και για την τηλεόραση, με έργα όπως «Οι επτά τελευταίες λέξεις του Λυτρωτή μας πάνω στον σταυρό» (1985), η «Βίβλος» κ.ά. Άλλες ταινίες του είναι οι: «Χρόνια πολλά στην κυρία» (Lunga vita alla signora, 1987), η οποία κέρδισε τον Ασημένιο Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας, «Ο μύθος του Άγιου Πότη» (La leggena del Santo Bevitore, 1988), που τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα στο ίδιο φεστιβάλ, «Il mestiere delle armi» (2000), μια ιστορική αναφορά στους πολέμους που διεξήγαγε ο παπικός στρατός εναντίον των Γερμανών εισβολέων τον 16ο αι., «Οι πειρατές των ονείρων» (Cantando dietro i paravanti, 2003) κ.ά.
Ο Όλμι ήταν πάντα ένας σκηνοθέτης χαμηλών τόνων και ουμανιστικού προσανατολισμού, ένας οξυδερκής παρατηρητής της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Θεωρείται από τους καλύτερους επιγόνους του ιταλικού νεορεαλισμού, ενώ στις ταινίες του είναι συχνές οι αναφορές στη ρωμαιοκαθολική χριστιανική παράδοση.
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
1959: Il tempo si è fermato (Ο χρόνος σταμάτησε)
1961: Il posto (Η θέση)
1963: I fidanzati (Οι αρραβωνιασμένοι)
1965: E venne un uomo (Έρχεται ένας άνθρωπος)
1967: La cotta
1969: Un certo giorno (Κάποια μέρα)
1971: Durante l'estate (Στη διάρκεια του καλοκαιριού)
1974: La circostanza (Η περίσταση)
1978: L'albero degli zoccoli (Το δέντρο με τα τσόκαρα)
1982: Camminacammina (1982)
1978: Lunga vita alla signora! (Χρόνια πολλά στην κυρία)
1988: La leggenda del santo bevitore (Ο μύθος του αγίου πότη)
1993: Il segreto del bosco vecchio (Το μυστικό του παλιού δάσους
2001: Il mestiere delle armi
2003: Cantando dietro i paraventi
2005: Tickets (σε συν-σκηνοθεσία με τον Αμπάς Κιαροστάμι και τον Κεν Λόουτς)
2007: Centochiodi
2011: Il villaggio di cartone
2014: Torneranno i prati