Στις 8 Μαΐου του 1945 ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελειώνει οριστικά για την Πολωνία. Στη διάρκεια της πρώτης μέρας ανεξαρτησίας, δυο μέλη μιας εθνικιστικής αντιστασιακής οργάνωσης που συμμετείχαν στην εξέγερση της Βαρσοβίας και συνεχίζουν τον αγώνα εναντίον της κομμουνιστικής εξουσίας, καλούνται να εξοντώσουν τον νεοεκλεγέντα εκπρόσωπο του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο οποίος επισκέπτεται μια κωμόπολη με σκοπό να συμμετάσχει σε έναν τοπικό εορτασμό της νίκης. Ο νεαρότερος εκτελεστής ονομάζεται Μάτσιεκ και ο προϊστάμενός του Αντρέι. Στήνουν την ενέδρα τους λίγο πιο έξω από την πόλη, καραδοκώντας οπλισμένοι στο πλάι του δρόμου, όπου ο άνθρωπός τους υποτίθεται ότι θα κάνει το πέρασμά του. Ένας λάθος υπολογισμός τους, ωστόσο, στρέφει τις κάνες των όπλων ενάντια σε δυο ανυποψίαστους εργάτες και τα πράγματα παίρνουν μια απρόσμενη τροπή. Συνειδητοποιώντας το σφάλμα τους λίγο αργότερα, οι δυο άντρες επισκέπτονται ένα από τα ξενοδοχεία της κωμόπολης για να συναντήσουν εκεί τον αρχικό τους στόχο. Ο Αντρέι διατάζει τον Μάτσιεκ να φέρει οριστικά εις πέρας τη δολοφονική τους αποστολή. Περιμένοντας την κατάλληλη νυχτερινή ώρα για να την ολοκληρώσει, μέσα από απανωτά παιχνίδια της τύχης, ο νεαρός θα ερωτευτεί, θα αμφιβάλλει για την σκοπιμότητα της αποστολής, θα προσπαθήσει να την απαρνηθεί και θα βρεθεί δέσμιος της ματαιότητας των πάντων. Αντιμέτωπος με το συναίσθημα του έρωτα, ο Μάτσιεκ αρχίζει να συνειδητοποιεί τον παραλογισμό του εγχειρήματος, μιας που ο πόλεμος έχει πια τελειώσει. Η πίστη όμως στον στρατιωτικό όρκο θα υπερισχύσει της αγάπης; Όταν το ξημέρωμα φτάσει, μέσα στο φως της πρώτης ελεύθερης μέρας για την Πολωνία, θα συναντηθεί με το πεπρωμένο του…
Αυτή η τρίτη ταινία του Βάιντα, που κλείνει και τον κύκλο της αντιπολεμικής του τριλογίας, θεωρείται από πολλούς ειδικούς όχι μόνον η καλύτερη του συνολικού έργου του, αλλά είναι και μια από τις σημαντικότερες και ωραιότερες ταινίες, όχι μόνον του πολωνικού αλλά και του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Η σκηνοθεσία του Βάιντα είναι αριστουργηματική, καθώς η διαχείριση αλλά και αξιοποίηση των χώρων και ο τρόπος που χρησιμοποιεί την κάμερα (άλλοτε κοντινά πλάνα και άλλοτε με εξεζητημένες γωνίες λήψης), μεταδίδει την αίσθηση της ασφυκτικής και σχιζοειδούς κατάστασης, πάνω στην οποία βαδίζει ο «πνιγμένος» από τις αμφιβολίες πρωταγωνιστής της ταινίας, διχασμένος μεταξύ του ιδεολογικού του καθήκοντος και της ανακάλυψης του έρωτα. Το Στάχτες και διαμάντια, ένα φιλμ που οι Φράνσις Φορντ Κόπολα και Μάρτιν Σκορσέζε βάζουν πάντα στις λίστες με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, είναι μια μελαγχολική ελεγεία για το τέλος των ψευδαισθήσεων. Στον ρόλο του Μάτσιεκ ο 30χρονος Ζμπίγκνιου Τσιμπούλσκι (ο οποίος θα σκοτωθεί σε δυστύχημα 10 χρόνια μετά), ο επονομαζόμενος και πολωνός Τζέιμς Ντιν, κατέκτησε αστραπιαία το παγκόσμιο κοινό με την ερμηνεία του.