Συγκλονισμένος από την αυτοκτονία της γυναίκας του, ο μεσήλικας Πολ περιπλανιέται στο Παρίσι και συναντά τυχαία σ’ ένα διαμέρισμα τη νεαρή Ζαν, με την οποία ενώνονται ερωτικά με άγριο πάθος, χωρίς καν να μάθουν ο ένας το όνομα του άλλου. Χωρίζοντας, αποφασίζουν να συναντιούνται στο διαμέρισμα για να κάνουν έρωτα, χωρίς ν’ αποκαλύψουν τα ονόματά τους και χωρίς να ξέρουν τίποτα ο ένας για τη ζωή του άλλου. Έτσι, κάνοντας διπλή ζωή, συνεχίζουν να συνευρίσκονται στο άδειο διαμέρισμα, όπου επιδίδονται σε παράδοξα σεξουαλικά παιχνίδια που φθάνουν μέχρι το σοδομισμό. Σιγά-σιγά μέσα από τον ακραίο ερωτισμό, η σχέση τους φθίνει, ενώ ο Πολ παραβιάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού, θέλει να μάθει για τη ζωή της Ζαν. Αφού χορεύουν το τελευταίο τους ταγκό, ο Πολ την ακολουθεί και η κατάληξη είναι τραγική...
«...Το Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην τελετή λήξης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης στις 14 Οκτωβρίου 1972. Η ημερομηνία θα έπρεπε να γίνει ορόσημο στην ιστορία του κινηματογράφου, όπως η 29η Μαίου 1913 -η νύχτα που παίχτηκε για πρώτη φορά Η Ιεροτελεστία της Άνοιξης- στην ιστορία της μουσικής. Ταραχές δεν υπήρξαν και κανείς δεν πέταξε τίποτα στην οθόνη, αλλά πιστεύω πως το κοινό βρέθηκε σε κατάσταση σοκ, γιατί το Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι διαθέτει την ίδια υπνωτική έκσταση με την Ιεροτελεστία, την ίδια πρωτόγονη δύναμη και τον ίδιο αιχμηρά αιφνίδιο ερωτισμό. Το αποφασιστικό βήμα του κινηματογράφου είχε επιτέλους γίνει. Οι εμπορικές ταινίες παρείχαν μηχανοποιημένο σεξ –σεξ ως σωματικό διεγερτικό, αλλά χωρίς καθόλου πάθος ή συναισθηματική βία. Ο Μάρλον Μπράντο εξαντλεί την επιθετικότητά του στη Μαρία Σνάιντερ και η σωματική απειλή της συναισθηματικά φορτισμένης σεξουαλικότητας συνιστά τέτοια παρέκκλιση από οτιδήποτε μάθαμε να αναμένουμε στις ταινίες, ώστε υπήρχε κάτι σχεδόν σαν φόβος στην ατμόσφαιρα του πάρτι στο φουαγιέ, μετά την προβολή. Κατειλημμένο από την αμείωτη έξαψη της ταινίας, το κοινό, αμήχανο, βρέθηκε αντιμέτωπο με μια απρόσμενη σεξουαλικότητα, επευφήμησε όρθιο τον Μπερτολούτσι, αλλά κατόπιν ο καθένας έμεινε μόνος του και σιωπηλός. Αυτή θα πρέπει να είναι η πιο δυναμικά ερωτική ταινία που έγινε ποτέ και ίσως αποδειχθεί και η πιο απελευθερωτική...»
(Απόσπασμα της κριτικής της Pauline Kael που πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό The New Yorker στις 28 Οκτωβρίου 1972 και αναδημοσιεύθηκε στην μονογραφία που εξέδωσε το 37ο ΦΚΘ το 1996 με την ευκαιρία του πλήρους αναδρομικού αφιερώματος στον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι)