Η sold - out παράσταση του Κωνσταντίνου Ντέλλα που ξεκίνησε από την Πειραματική Σκηνή του Θεσσαλικού Θεάτρου και περιόδευσε σε όλη την Ελλάδα, αποτελεί μια σκηνική προσέγγιση της σύνδεσης της μαγείας με τη μαγειρική ως γυναικείο μυστικό κώδικα της περιοχής της Θεσσαλίας. Στη σκιά της ανδροκρατικής εξουσίας, οι γυναίκες παρέμειναν στο περιθώριο χωρίς να μπορούν να έχουν λόγο στις αποφάσεις που ήταν αποκλειστικά δικαίωμα των ανδρών. Πέρα από τις υπόλοιπες εργασίες, με τις οποίες συνέβαλλαν στην οικονομική παραγωγή της οικογένειας και της κοινότητας ως εργάτριες, είχαν και την ευθύνη της τροφοδοσίας των μελών της οικογένειάς τους, πάντα όμως εντός του οίκου. Έτσι, ανέπτυξαν έναν μυστικό κώδικα, μια λανθάνουσα εξουσία, που στηριζόταν στη χρήση της μαγείας, των «πρακτικών», του ξεματιάσματος και άλλων δεξιοτήτων, μέσα από τη χρήση των υλικών που χρησιμοποιούσαν και στη μαγειρική, τα βότανα και τα χόρτα της περιοχής, το λάδι, το νερό και το αλεύρι. Στη Θεσσαλία, η παράδοση θέλει τις μάγισσες της περιοχής να έχουν παραλάβει τις μυστικές δεξιότητές τους από τη Μήδεια και να ειδικεύονται στο «κατέβασμα» του φεγγαριού. Τρεις νεαροί ηθοποιοί προσεγγίζουν σκηνικά το γυναικείο σώμα, όπως έχει καταγραφεί στο δικό τους σώμα, μέσα από τις αναφορές στις δικές τους γιαγιάδες. Με εκφραστικά εργαλεία τις πρώτες ύλες της τελετουργικής διαδικασίας, δηλαδή τη μάσκα και τον συντονισμό του λόγου και του σώματος, και έχοντας ως αφετηρία τα στάδια της παρασκευής της πίτας, αφηγούνται ιστορίες από τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου και τα Φαρσάλια του Λουκανού, αλλά και της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας και έρευνας, από παραδοσιακά τραγούδια και συνεντεύξεις γυναικών έως ιατροσοφικούς κώδικες του 19ου αιώνα.
Έγραψαν για την παράσταση:
Οι Θεσσαλές μάγισσες μπορούν επιτέλους να ξεκουραστούν. Τα μυστικά τους είναι καλά φυλαγμένα στην κιβωτό του χρόνου και στους ώμους του Ντέλλα, των πρωταγωνιστών, όλων των συντελεστών θα φτάσουν μακριά. Ένιωσα όμως και στενοχώρια γιατί αυτές είναι ιστορίες που σπάνια ακούμε. Γιατί οι γριές της τσουκνίδας έζησαν σαν απρόσωπες μορφές χαμένες σε θρύλους, ενώ υπήρξαν αληθινές και ζωντανές, μάρτυρες μιας σκληρής εποχής που δεν τις είδε ποτέ ως γυναίκες και μιας κοινωνίας που τις ανάγκασε να υιοθετήσουν χαρακτηριστικά αντρών για να επιβιώσουν. Κι αυτό κάνει την παράσταση πολύτιμη, εκτός από συγκινητική. Κάποιος μίλησε επιτέλους για τις γυναίκες της αγροτιάς, της λαϊκής δοξασίας, τις μάγισσες του χθες. Με έμμετρη λαϊκή ποιητική, με ανθρώπους ταλαντούχους που ξέρουν και νοιάζονται, με θέατρο αυθεντικής παράδοσης, “οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα - μάγισσες και μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας” είναι μια παράσταση για να μοιραστούμε μεταξύ μας, γυναίκες, άντρες, νέοι, γέροι. Μια ματιά σε έναν κόσμο που χάνεται όχι από νοσταλγία αλλά από ανάγκη να στηριχτούμε στις ρίζες του. Είναι μεγάλο θέατρο με ρίζες και προορισμό.
Ελένη Φουντή, mic.gr
Θρύλοι, παραδόσεις και αφηγήματα γιαγιάδων που έχουν περισυλλεγεί από τα ελληνικά χωριά της Θεσσαλίας, καθώς και μια έρευνα που παραμένει ανοιχτή σε εμπλουτισμό με νέα στοιχεία, στάθηκαν η μαγιά για να συνθέσει ο Κωνσταντίνος Ντέλλας το κείμενο της παράστασής του και κατόπιν να το επεξεργαστεί δραματουργικά. Τρεις άξιοι νέοι ηθοποιοί υποστηρίζουν σθεναρά μια trans μεταμφίεση σε γριές αφηγήτριες, ενώ με τη συστροφή του σβέρκου και των χεριών, τη συνεχή κάμψη της σπονδυλικής στήλης και της οσφυϊκής χώρας που αποδίδει την κύφωση, με αλλοίωση της φωνής και με εκστατικούς θεατρικούς τρόπους τεκμηριώνουν τη νατουραλιστική εκδοχή τριών ηλικιωμένων γυναικών της υπαίθρου που σκύβουν και μαζεύουν τσουκνίδες και άλλα βότανα ή μαντζούνια για να πραγματοποιήσουν μια παραδοσιακή συνταγή με στοιχειώδη υλικά: λάδι, νερό κι αλεύρι. Σε ελεύθερο συνειρμό, και αξιοποιώντας τη διαίσθησή του, ο κύριος Ντέλλας συνθέτει ένα κείμενο βατό και ποιητικό, στα πλαίσια του οποίου σχολιάζεται τόσο η κοινωνικά υποτιμημένη θέση της γυναίκας στα πεδινά της ελληνικής υπαίθρου (ζητήματα έμφυλης ταυτότητας, δηλαδή), όσο και η δημώδης πεποίθηση πως, ως αντίβαρο του κοινωνικού της παραγκωνισμού, η γυναίκα αναπτύσσει ικανότητες διαισθητικές, υπερβαίνει τα θνητά όρια και εκλύει ενέργεια σχεδόν μεταφυσική, ανακτώντας την επαφή της με τη γη και με τις μυστικές δυνάμεις της νύχτας, της Εκάτης, της Μήδειας και της Ενοδίας.
Νίκος Ξένιος, bookpress.gr
H παράσταση της Πειραματικής Σκηνής του Θεσσαλικού Θέατρου διαβάζει ένα κοινωνικό ζήτημα μέσα από τη γλώσσα ενός θεατρικού δρωμένου, μεταχειριζόμενη πολλά εργαλεία: και τη μαρτυρία και τον ρεαλισμό (πχ στην αποτύπωση της ενδυμασίας και στην ντοπιολαλιά) και την αφαίρεση και την αρχετυπική γλώσσα. Ένα δρώμενο όπου πρωταγωνιστούν εξίσου το ροκ ηχητικό και μουσικό περιβάλλον (Αλέξανδρος Κτιστάκης), η παγωμένη αλλά εύγλωττη έκφραση στα πρόσωπα των ερμηνευτών (οι μάσκες είναι της Μάρθας Φωκά), καθώς και η ισχυρή παρουσία της κίνησης που επιμελείται η Μαρίζα Τσίγκα. Προτείνει με αυτόν τον τρόπο έναν μεστό τρόπο να ειπωθούν δύσκολα ζητήματα, αντί ενός καταγγελτικού, διδακτικού σκηνικού κηρύγματος. Και είναι κυρίως συγκινητική η χειροποίητη αυτή παράσταση που έχει δημιουργηθεί από "ανδρικά χέρια", σαν μια τρυφερή χειρονομία κατανόησης εκ μέρους του σκηνοθέτη και των τριών ερμηνευτών που αποτίνουν φόρο τιμής μέσω των γιαγιάδων τους στις Ελληνίδες του παρελθόντος.
Τώνια Καράογλου, αθηνόραμα
Ο Κωνσταντίνος Ντέλλας, που δεν είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεται με στιγμές της παράδοσης, έστησε μια ξεχωριστή και ιδιαίτερη δουλειά, που συνδυάζει το ντοκουμέντο και το σωματικό θέατρο, παραπέμποντας συχνά στο χορό της αρχαίας τραγωδίας, για να αγγίξει ένα θέμα που εκ πρώτης όψεως συνομιλεί με τη λαϊκή παράδοση, αλλά ευθέως και με έξυπνο θεατρικό τα τρόπο, αγγίζει πολιτισμικές συμπεριφορές αιώνων. Θα μπορούσα να πω ότι μ’ έναν τρόπο συνομιλεί με τη «Φόνισσα». Οι τρεις άντρες ηθοποιοί –πολύ έξυπνη επιλογή- απέδωσαν εξαιρετικά την κίνηση αυτών των γυναικών (σε όλους μας θύμισαν οπωσδήποτε κάποια, κάποιες… γιαγιάδες, θείες, παλιές γειτόνισσες). Την κίνηση των χεριών τους, τον τρόπο που φόραγαν τα παπούτσια τους, το κουρασμένο βήμα, τη χορευτική κίνηση. Ήταν μια τρυφερή, λαογραφική δουλειά, με πολλά σύγχρονα θεατρικά στοιχεία (και γι’ αυτόν τον λόγο -αλλά όχι μόνο γι’ αυτόν- δεν ήταν φολκλορική).
Όλγα Σελλά, ο αναγνώστης
Η παραστασιακή αυτή απόπειρα του Κωνσταντίνου Ντέλλα επαναφέρει την τελετουργία στο προσκήνιο της θεατρικής μας επικαιρότητας, κατορθώνοντας όμως να μιλήσει ευθέως με το σήμερα. Με όχημα τη λαογραφία, μιλά για τον αφανισμό της προσωπικότητας όλων αυτών των γυναικών που κατασπαράχτηκαν από το πατριαρχικό μοντέλο. Οι καθηλωτικές σκηνικές ατμόσφαιρες που δημιουργούνται είναι αποτέλεσμα της αγαστής συνεργασίας όλων των επιμέρους στοιχείων που συνιστούν τους παραστασιακούς κώδικες και προσφέρουν μια εμπειρία υψηλής σκηνικής συγκίνησης. Ίσως ένα από τα πιο ουσιαστικά σκηνικά «μανιφέστα» κατά της Πατριαρχίας που έχει δύναμη και τρυφερότητα, ενώ έχει αποβάλλει κάθε μορφής δογματισμό και φανατισμό.
Ελένη Κουτσιλαίου, elculture.gr
Τρεις γριές -ερμηνευμένες από ισάριθμους νεαρούς άνδρες- που αφηγούνται με το θεσσαλικό γλωσσικό ιδίωμα ιστορίες του Κάμπου, άλλες πιο οικείες, άλλες άγνωστες ακόμα και σε ντόπιους. Για να μιλήσουμε ορθότερα δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με μια αναδιήγηση γεγονότων του παρελθόντος ή μια συμβατική μίμηση αυτών, αλλά με το ξαναζωντάνεμα της μνήμης. Οι τρεις ηθοποιοί δεν αναπαριστούν απλώς ό,τι ακούμε, αλλά το βιώνουν, συντονίζοντας τον λόγο με την έντονη σωματικότητα. Η ερμηνευτική τους δεινότητα, παρά τις βαριές φορεσιές μεταμόρφωσης σε ηλικιωμένες μαυροφορούσες γυναίκες, είναι αξιοθαύμαστη. Μόνη «αντίσταση» στην ανδροκρατούμενη κοινωνία είναι ο μυστικός κώδικας που αναπτύσσεται ανάμεσα στις γυναίκες, μια δύναμη που υπολανθάνει, στηριζόμενη στη μαγεία, στη γνώση των βοτάνων, στη μαγειρική, σε τελετουργικά -όπως το ξεμάτιασμα- που έχουν τη δική τους ισχύ. Όλα αυτά δοσμένα σε ένα γυμνό σκηνικό, χωρίς τερτίπια και υποβοηθήματα. Δεν χρειάζεται εξάλλου κάτι περαιτέρω. Οι πρωταγωνίστριές μας είναι τόσο πληθωρικές, πλήρεις καθώς διεισδύουν στη γυναικεία υπόσταση, γεμίζουν με την έκστασή τους τη σκηνή και την ψυχή μας, προσφέροντας απλόχερα αβίαστη συγκίνηση.
Νίκος Ρουμπής, debόp
Στις «Γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα» κρύβονται η έρευνα και ο εντοπισμός ενός πρωτογενούς λόγου, ενός θεάτρου με προέλευση, με καταγωγή αλλά και βαθιές ρίζες. Από τις πρώτες, έμμετρες βασκανίες, από τις συμβολικές απηχήσεις του έμβιου θανάτου, μέχρι την ιστορικότητα της πρόσφατης πλημμύρας που έπληξε και πάλι τον τόπο με τη μορφή εκπληρωμένης προφητείας, ο άξονας της αφήγησης του Ντέλλα κινείται ολοένα από το μεταφυσικό προς το πραγματικό και πάλι πίσω, κυκλώνοντας τη Θεσσαλία του μύθου και της γυναικείας ψυχοτροπίας με τη Θεσσαλία της αγροτιάς, της εργατιάς και της έμφυλης παρουσίας. Τον ίδιο όμως κυκλικό δρόμο ακολουθεί και η σκηνική εκ μέρους του μορφή της παράστασης.
Γρηγόρης Ιωαννίδης, efsyn